Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα έχει πλέον μπει στον διεθνή επενδυτικό χάρτη, χάρη και σε εταιρείες όπως οι Viva, Blueground, efood, instashop και η Accusonus, που έγιναν ορατές στο εξωτερικό και προσήλκυσαν στη χώρα σημαντικά κεφάλαια, διατυπώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μιχάλης Στάγκος, συνιδρυτής του «L-stone Capital» και των «Industry Disruptors Game Changers» και εκ των συνδιοργανωτών της διεθνούς έκθεσης τεχνολογίας- καινοτομίας «Beyond».
Ο ίδιος προσθέτει πως μέσα από συνεργασίες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η «Beyond» -που πραγματοποιείται αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη- θα μπορούσε μελλοντικά να προσελκύσει στην Ελλάδα προσωπικότητες «πρώτης γραμμής» του κλάδου της τεχνολογίας, όπως οι Elon Musk και Mark Zuckerberg, με ό,τι αυτό θα σημάνει για την περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού οικοσυστήματος.
Παράλληλα εκτιμά ότι από το οικοσύστημα της Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν -υπό προϋποθέσεις- να προκύψουν στο μέλλον προϊόντα με μεγάλη διεθνή απήχηση στις αγορές, αντίστοιχα ακόμα και με το μεγάλο γλωσσικό μοντέλο Τεχνητής Νοημοσύνης ChatGPT.
«Γιατί να μην μπορούν να δημιουργηθούν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα με μεγάλη απήχηση στη Θεσσαλονίκη; Το ΕΚΕΤΑ (Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης) πρωτοπορεί σε πολλά πεδία και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) γίνονται πολύ σοβαρά πράγματα. Το θέμα είναι πόση όρεξη έχεις να μεγαλώσεις, πόση πείνα… Και χρειάζεται επίσης οι ομάδες στην πόλη να αποκτήσουν κατεύθυνση και να πιστέψουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Πιστεύω, επίσης, ότι η Θεσσαλονίκη χρειάζεται να αποκτήσει τη δική της ταυτότητα σε όρους επιχειρηματικότητας και καινοτομίας. Για παράδειγμα στις δημιουργικές βιομηχανίες τα πάει πολύ καλά, έχει εταιρίες όπως οι “Beetroot”. Και στην τεχνολογία γίνονται πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Η πόλη χρειάζεται λοιπόν να ψάξει και να βρει την ταυτότητά της» σημειώνει.
Όταν ο Μιχάλης Στάγκος μιλάει για επιχειρηματικά οικοσυστήματα, γνωρίζει καλά τι λέει. Σχεδόν τις μισές ημέρες του χρόνου ταξιδεύει σε διάφορες αγορές του εξωτερικού, από το Μπιλμπάο μέχρι την Κοπεγχάγη ή τις ΗΠΑ, ερχόμενος σε επαφή με startuppers, επενδυτές, ακαδημαϊκούς, φορείς και policy makers, που βρίσκονται στην πρωτοπορία της καινοτομίας. Επιπλέον, είναι εταίρος στο επενδυτικό ταμείο «L-Stone Capital», με κεφάλαια της τάξεως των 30 εκατ. ευρώ, το οποίο είναι προσανατολισμένο στον ψηφιακό και πρασινο μετασχηματισμό και τις μεγα-τάσεις, κι έχει ήδη επενδύσει σε δύο νεοφυείς επιχειρήσεις, ετοιμάζοντας σήμερα μια τρίτη επένδυση. Το πρώτο «παιδί» του Μιχάλη Στάγκου είναι η εταιρεία επικοινωνίας ΜSCΟΜΜ, η οποία ιδρύθηκε το «ολυμπιακό» 2004 και η οποία συνεχίζει να αναπτύσσεται.
«Δεν πρέπει να αγκαλιάζουμε τη μιζέρια»
Το μεγαλύτερο όνειρό του σήμερα δεν έχει να κάνει με την τεχνολογία, αν και έχει «γεύση» καινοτομίας. «Η Ελλάδα έχει φοβερή προοπτική στο κομμάτι της αγροδιατροφικής αλυσίδας και θεωρώ πως, σε συνδυασμό με την παραγωγή καινοτομίας στον συγκεκριμένο χώρο, μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς παγκοσμίως. Στο παρελθόν χάσαμε την ευκαιρία να αναδειχτούμε σε διεθνή δύναμη στη μεσογειακή διατροφή, αφήνοντας αυτή την ευκαιρία στους Ιταλούς και τους Ισπανούς, αλλά πιστεύω πως σήμερα η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί σε νέο παγκόσμιο αγροδιατροφικό, γαστρονομικό και καινοτομικό προορισμό» σημειώνει. Στο ερώτημα αν είναι εφικτό να γίνει κάτι τέτοιο στα επόμενα χρόνια απαντά πως «γενικά δεν πρέπει να αγκαλιάζουμε τη μιζέρια, πρέπει να προχωράμε μπροστά, ακόμα και όταν χρειάζεται να γίνει πολλή δουλειά για να έχουμε αποτέλεσμα».
Πολλή δουλειά και μάλιστα πάνω σε σχεδόν «λευκό χαρτί», χρειάστηκε να κάνει ο Μιχάλης Στάγκος το 2011-2012, όταν μαζί με την Κάρλα Τάνας, συνίδρυσαν τους «Industry Disruptors Game Changers» (IDGC), έναν μη κερδοσκοπικό, μη κυβερνητικό οργανισμό, με στόχο την προαγωγή της επιχειρηματικότητας και την οικοδόμηση συστημάτων καινοτομίας. «Tότε η κίνηση αυτή έμοιαζε με guerilla movement (αντάρτικο κίνημα)» λέει χαρακτηριστικά. Γιατί; Διότι πολύ λίγες νεοφυείς επιχειρήσεις λειτουργούσαν στην Ελλάδα, κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών δεν υπήρχαν, το TEDx Athens μετρούσε μόλις δύο χρόνια ζωής, οι άνθρωποι πάλευαν με την οικονομική κρίση και -ιδίως οι νεότερες γενιές- με την ανεργία.
Ο Μιχάλης είχε πάντα την «πετριά» της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας όπως χαρακτηριστικά λέει, αλλά αυτό που τον έβαλε στη διαδικασία να σκεφτεί ότι η Ελλάδα χρειάζεται κάτι σαν τους ΙDGC, ήταν μια επίσκεψη στην Τουρκία. «Το 2011 με κάλεσε το “Endeavor Τurkey” σε μια κλειστή συνάντηση ως νέο επιχειρηματία. Το οικοσύστημα στην Τουρκία είχε τότε ήδη αναπτυχθεί, διέθετε επιταχυντές, επιχειρηματικές θερμοκοιτίδες… Στην Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτα και η ανεργία στους νέους ήταν στο 67%. Τότε σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για να αναπτυχθεί το οικοσύστημα και στην Ελλάδα και το πάθος μου για αυτό με οδήγησε στη δημιουργία των IDGC. Εξαρχής αποφασίσαμε να δουλέψουμε “κάθετα”, σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, αγροδιατροφή, υγεία, δημιουργικές βιομηχανίες, καθαρή ενέργεια. Και επειδή δεν πιστεύω στην ανακάλυψη της πυρίτιδας, αλλά στη μεταφορά τεχνογνωσίας, αναπτύξαμε διάφορες συνεργασίες με το εξωτερικό, με Δανούς για τις δημιουργικές βιομηχανίες, με Αμερικανούς της Silicon Valley για την καθαρή ενέργεια, με Ολλανδούς… Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε υποστηρίξει περίπου 2.500-3.000 νεοφυείς επιχειρήσεις κι ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός, οι IDGC μόχλευσαν από την ημέρα της δημιουργίας τους κεφάλαια ύψους 6-7 εκατ. ευρώ, από μεγάλες εταιρείες και οργανισμούς, τα οποία πήγαν σε startups» επισημαίνει.
Γιατί το 2018 ήταν έτος-καταλύτης
Η αλλαγή που έχει συντελεστεί στο οικοσύστημα της Ελλάδας είναι τεράστια σε σχέση με όταν ξεκίνησαν οι IDGC, λέει. «Σήμερα υπάρχει πλέον ένα δομημένο οικοσύστημα και νομίζω ότι, ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, η μεγάλη ώθηση δόθηκε μετά το 2018 και την τότε Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η αμερικανική παρουσία στη διοργάνωση, που είχε ως τιμώμενη χώρα τις ΗΠΑ, τής έδωσε άλλη βαρύτητα, έφερε εδώ για πρώτη φορά μεγάλες αμερικανικές εταιρείες και έβαλε τη Θεσσαλονίκη στον χάρτη και θεσμικά. Στη συνέχεια και σε ό,τι αφορά γενικά το ελληνικό οικοσύστημα, δημιουργήθηκε το μητρώο του Elevate Greece, τα εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, αναπτύχθηκαν περαιτέρω επενδυτικά ταμεία, ισχυροποιήθηκε και το ελληνικό “fund of funds” η ΕΑΤΕ, γενικά πολύ πιο δομημένες και συνειδητά υποστηρικτικές μονάδες. Σήμερα δεν λείπει κάτι από το οικοσύστημα, αν εξαιρέσεις ότι χρειάζεται να ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα στα ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα, να δημιουργείται υπεραξία μέσω εμπορευματοποίησης προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται σε αυτά» εκτιμά. Ακόμη σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει ανθρώπινο ταλέντο και μπορεί να προσελκύσει και ψηφιακούς νομάδες, ενώ και οι εταιρείες κινητοποιούνται δημιουργώντας κέντρα καινοτομίας ή και εταιρικά κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών. Επιπλέον, υπάρχει και το νομοθετικό πλαίσιο για τα family offices (που εξυπηρετούν τις ανάγκες διαχείρισης των χρηματικών ροών και της οικογενειακής περιουσίας φυσικών προσώπων με φορολογική έδρα στην Ελλάδα).
Είναι ικανοποιημένος με την πορεία της φετινής Beyond; Όπως λέει, έχουν κερδηθεί πολλά στοιχήματα, αλλά υπάρχουν και κάποια ζητήματα. Στα θετικά υπολογίζει το γεγονός ότι, φέτος, η έκθεση απέκτησε για πρώτη φορά διεθνή χαρακτήρα, όχι τόσο σε επίπεδο εκθετών (αν και υπάρχουν σημαντικές συμμετοχές από Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία, Κύπρο, Λουξεμβούργο και Πολωνία, οι οποίες εκτιμάται ότι θα προλειάνουν το έδαφος για επίσημες κρατικές αντιπροσωπείες από το 2024), όσο σε επίπεδο ομιλητών και επενδυτών. «Φέραμε πάνω από 20 υπουργούς και γενικούς γραμματείς μόνο στο Leadership Dialogue, ενώ στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επιχειρηματικών Αγγέλων (ΕΒΑΝ), που πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, είχαμε 300 σημαντικές παρουσίες, παρά την ανεπαρκή αεροπορική συνδεσιμότητα της πόλης. Στις εκδηλώσεις για τις δημιουργικές βιομηχανίες ήρθαν σημαντικοί Σκανδιναβοί ομιλητές. Και βέβαια είχαμε ως εκθέτες 187 εταιρείες, κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό σε ένα περιβάλλον χωρίς πολιτικό πλαίσιο, λόγω των εκλογών» υπογραμμίζει.
Και τι θεωρεί πως δεν ανήλθε στο ύψος των προσδοκιών του; «Περίμενα πιο σημαντική συμβολή από την ίδια την πόλη. Η Θεσσαλονίκη ζει ένα πολύ σημαντικό hype, υπάρχει μια ουσιαστική ευκαιρία και η Beyond είναι κάτι που μπορεί να βοηθήσει αυτή η ευκαιρία να κεφαλαιοποιηθεί. Παρόλα αυτά, η έκθεση δεν υποστηρίχθηκε αρκετά, δεν είδαμε για παράδειγμα αρκετές μεγάλες εταιρείες στην Beyond, ούτε από τις ξένες που έχουν παρουσία στην πολη, ούτε από τις ελληνικές, ούτε από φορείς. Κι αυτό το θεωρώ σημαντικό θέμα» καταλήγει.