Στοίχημα πλέον αποτελεί η διασύνδεση των αγορών ενέργειας των Κρατών Μελών, η αποθήκευση ενέργειας, καθώς η ανάπτυξη τέτοιων έργων ενεργειακής μετάβασης απαιτεί επένδυση μεγάλων κεφαλαίων, επισημαίνει.
Τις τρεiς περιόδους που πέρασε τα τελευταία χρόνια ο τομέας των εξαγορών και συγχωνεύσεων στην Ευρώπη περιγράφει ο Ορέστης Ομράν, διεθνής δικηγόρος και διδάκτωρ Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου που ζει και εργάζεται ως εταίρος σε διεθνή δικηγορική εταιρεία στις Βρυξέλλες.
Ο κος Ομράν συμβουλεύει ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της ενέργειας, των τραπεζών και των κατασκευών σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αναφερόμενος στο νομικό πλαίσιο που αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στην Ευρώπη εκτιμά ότι τα τελευταία χρόνια το καθεστώς είχε χαρακτηριστεί από μία τάση υπερρύθμισης και αυστηρής εφαρμογής των σχετικών κανόνων.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι «η «πράσινη» μετάβαση απαιτεί επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους χρειάζονται χρηματοδοτικά εργαλεία με σαφείς, σταθερούς και ευνοϊκούς όρους δανεισμού, σύμπραξη ρυθμιστικών αρχών και δημοσίων φορέων αλλά και σταθερό νομοθετικό πλαίσιο που να επιτρέπει την ταχεία ανάπτυξη και ωρίμανση των σχετικών έργων»
Τα τελευταία πέντε χρόνια η αγορά συγχωνεύσεων και εξαγορών στην Ευρώπη πέρασε από τις εξής τρεις περιόδους: Πρώτον, η περίοδος μεταξύ 2018-2020 κατά την οποία είχαμε μέτριο όγκο συναλλαγών και από απόψεως αριθμού και αξίας. Δεύτερον, η περίοδος μεταξύ 2020-2022, στη διάρκεια της οποίας η πανδημία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την έκρηξη του αριθμού και της αξίας των συναλλαγών για να αντιμετωπισθούν οι νέες συνθήκες που διαμόρφωνε η νέα πραγματικότητα της μεταπανδημικής οικονομίας. Και τρίτον η περίοδος από τα μέσα 2022 και έως σήμερα, πρακτικά δηλαδή από την άρση των περιορισμών της πανδημίας και κατά τη διάρκεια των πολέμων στην Ουκρανία και στη Ρωσία, η οποία χαρακτηρίζεται από ανάσχεση της συναλλακτικής δραστηριότητας και την επαναφορά της σε χαμηλότερα ακόμα και από την προ-πανδημίας περίοδο επίπεδα. Εξάλλου, η αβεβαιότητα που προκαλούν τα αυξημένα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που καθιστούν δυσχερέστερη τη χρηματοδότηση εξαγορών, η ενεργειακή κρίση που επηρεάζει όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, ο πληθωρισμός και η διαρκής υφεσιακή απειλή μειώνουν τις συνέργειες και «παγώνουν» τις εταιρικές στρατηγικές επέκτασης μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών.
Παρ’ότι η αξιοποίηση των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί ενίοτε σημαντικό εργαλείο για τη διασφάλιση της στήριξης των κυβερνήσεων των Κρατών Μελών στην εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα και στη στήριξη των εθνικών οικονομιών τους εν γένει, τα τελευταία χρόνια το σχετικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε χαρακτηριστεί από μία τάση υπερρύθμισης και αυστηρής εφαρμογής των σχετικών κανόνων, με αποτέλεσμα εν τέλει ελάχιστες ενισχύσεις να επιτρέπονται και πολλές να κρίνονται αθέμιτες και να επιβάλλεται από την Επιτροπή η επιστροφή τους. Η πανδημία ήρθε να αλλάξει κάποια από αυτά τα δεδομένα.
Την περίοδο της πανδημίας και για τη στήριξη των οικονομιών που πλήττονταν από τον κορονοϊό, εγκρίθηκε ένα προσωρινό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων οι κανόνες του οποίου χαρακτηρίζονταν απο μεγαλύτερη ευελιξία. Σημειώνεται πως το προσωρινό πλαίσιο βασίστηκε στη Συνθήκη και συμπλήρωνε τις δυνατότητες που διέθεταν τα Κράτη Μέλη για τον μετριασμό των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις. Αρχικά εφαρμόστηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά οι ανάγκες τη διασφάλιση της ρευστότητας κομβικών για την ευρωπαϊκή οικονομία επιχειρήσεων και ολόκληρων τομέων. Έπειτα διευρύνθηκε, και συμπεριέλαβε μέτρα για την υποστήριξη της οικονομίας, των επενδύσεων, το μετριασμό των κοινωνικών και φορολογικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, των αυτοαπασχολούμενων αλλά και μέτρα για την επιδότηση των μισθών των εργαζομένων. Καθώς η πανδημία χαρακτηρίστηκε ως έκτακτο και μη προβλέψιμο γεγονός με σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο, οι κρατικές ενισχύσεις που ήταν συμβατές δεν απαιτούσαν ενδελεχή αξιολόγηση, έπρεπε ωστόσο να πληρούν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις.
Η αλλαγή αυτή στην προσέγγιση που επέβαλλε η πανδημία έδειξε ότι η σωστή εφαρμογή των κανόνων δεν συνεπάγεται απαραίτητα λιγότερη ευελιξία στις κρατικές ενισχύσεις και πως σε μια εποχή πλήρους αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή οικονομία, η γραφειοκρατική τυπολατρική προσέγγιση των Βρυξελλών όχι μόνο δεν προστατεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά αλλά οδηγεί σε αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία απαιτείται για να λειτουργήσει ο οποιοσδήποτε ανταγωνισμός. Εξάλλου, οι κρατικές ενισχύσεις στους τομείς της ενέργειας, των τραπεζών και του εμπορίου καταλήγουν να υποστηρίζουν εμμέσως νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η προστασία των οποίων έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής.
Είναι γεγονός πως οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ενέργειας βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας της Ένωσης. Η ενεργειακή κρίση έφερε στην επιφάνεια το πρόβλημα της ενεργειακής εξάρτησής της Ευρώπης από τρίτες χώρες. Ιδίως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κατέστη ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη περιορισμού της εξάρτησης της ΕΕ και η ενίσχυση της ενεργειακής της ασφάλειας μέσω της διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών και προμηθευτών και της προώθησης των «πράσινων» επενδύσεων.
Από την άλλη, η ανάπτυξη των έργων ΑΠΕ δεν είναι ικανή από μόνη της να δώσει λύση στο άμεσο πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης. Στοίχημα πλέον αποτελεί η διασύνδεση των αγορών ενέργειας των Κρατών Μελών, η αποθήκευση ενέργειας, καθώς η ανάπτυξη τέτοιων έργων ενεργειακής μετάβασης απαιτεί επένδυση μεγάλων κεφαλαίων, τα οποία δεν μπορούν να καλύπτονται αποκλειστικά από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Εξάλλου με τη γεωπολιτική αβεβαιότητα με την κρίση στη Μέση Ανατολή να ενισχύεται καθημερινώς αυξάνεται η ανάγκη ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου για τη θεσμική και ταχεία διαχείριση των σχετικών έργων.
Η «πράσινη» μετάβαση απαιτεί επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους χρειάζονται χρηματοδοτικά εργαλεία με σαφείς, σταθερούς και ευνοϊκούς όρους δανεισμού, σύμπραξη ρυθμιστικών αρχών και δημοσίων φορέων αλλά και σταθερό νομοθετικό πλαίσιο που να επιτρέπει την ταχεία ανάπτυξη και ωρίμανση των σχετικών έργων. Το τελευταίο, σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο θα πρέπει να επιτυγχάνει ταχεία αδειοδότηση, συγκέντρωση αρμοδιοτήτων σε λίγες αν όχι και μία δημόσια αρχή, απελευθέρωση της αγοράς για ενίσχυση του ανταγωνισμού με ενισχυμένη εποπτεία καθώς και φορολογικά κίνητρα πρόωρης ή έγκαιρης ολοκλήρωσης του κάθε έργου. Βέβαια, κίνητρα πρέπει να δοθούν για την ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας δήμων και περιφερειών με «πράσινα» έργα τοπικού ή περιφερειακού βεληνεκούς αλλά και τη στήριξη νέων επιχειρηματιών στον τομέα της ενέργειας, με κρατικές οικονομικές ενισχύσεις με τη μορφή δανείων ή επιδοτήσεων αλλά και με την ενθάρρυνση δημόσιων – ιδιωτικών συμπράξεων.