Με εκκίνηση αυτήν την παραδοχή, πρέπει να κινηθούμε αποφασιστικά σε τρεις άξονες:
Η ΕΕΝΕ
Η Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1987 και αποτελείται από ένα σημαντικό αριθμό δυναμικών Ελλήνων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική και διεθνή αγορά σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων.
Στόχο της ΕΕΝΕ αποτελεί η ανάπτυξη και προαγωγή της υγιούς επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα μέσα από ένα εποικοδομητικό και γόνιμο διάλογο με την πολιτική ηγεσία του τόπου, την κοινωνία και τους διαμορφωτές κοινής γνώμης.
Επιδίωξη της ΕΕΝΕ είναι να ακούγεται θετικά η φωνή του σύγχρονου επιχειρηματικού κόσμου μέσα στο κοινωνικό σύνολο και να αντιμετωπίζεται ο επιχειρηματίας ως παράγων καινοτομίας και δημιουργίας. Υγιής επιχειρηματική δράση σημαίνει εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα. Σημαίνει εταιρική διακυβέρνηση και εταιρική κοινωνική ευθύνη. Συνεπάγεται στήριξη εκείνων των δυνάμεων που επιδιώκουν την υλοποίηση των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων που απαιτεί ο τόπος μας:
Αναλυτικά η Παρέμβαση και οι Θέσεις της ΕΕΝΕ
Ι. Δομή της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης και Επιστροφή στη Δραχμή
Οφείλουμε να επισημάνουμε πως δεν έχει επεξηγηθεί επαρκώς, ούτε συζητηθεί στην πραγματική του βάση το θέμα της δραχμής, δηλαδή της αποχώρησης από την Νομισματική Ένωση και την επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα, μία «Νέα Δραχμή».
Πρέπει καταρχάς να τονίσουμε για τους «φίλους» της Δραχμής – που πολλαπλασιάζονται τους τελευταίους μήνες και υποστηρίζουν ανοιχτά ένα τέτοιο ενδεχόμενο – ότι ακόμα και να ήταν – που δεν είναι σε καμία περίπτωση – ωφέλιμο να γυρίζαμε πίσω στην Δραχμή λόγω της λαθεμένης δομής της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης που θα επεξηγήσουμε παρακάτω, εάν αυτή γινόταν υπό τις παρούσες συνθήκες, δηλαδή μέσω άτακτης χρεοκοπίας, το μεγαλύτερο μας πρόβλημα ως χώρα, θα ήτανε η άμεση έξοδος και από την ίδια την ΕΕ και την Ευρώπη!!
Για να το πούμε απλά και καθαρά: εάν είχαμε μονομερώς αθετήσει τις πληρωμές μας προς 18 πλούσιες και φτωχότερες από εμάς χώρες της ΕΕ, αυτές θα μας αφήνανε να παραμείνουμε στην ΕΕ, να χαίρουμε της προστασίας εκείνων των συνθηκών που μας εξυπηρετούν και μας προστατεύουν, αλλά και να διατηρήσουμε το δικαίωμα να κινούμαστε ελεύθερα στις χώρες τους εμείς και τα εμπορεύματα μας;; Φυσικά και όχι! Όπως και φυσικά θα έπρεπε να ξεχάσουμε τις Ευρωπαϊκές αγροτικές επιδοτήσεις ή τα ΕΣΠΑ. Άτακτη Αποχώρηση από το Ευρώ με χρεοκοπία θα σήμαινε αυτομάτως και με μαθηματική ακρίβεια και ταυτόχρονη έξοδο από την ΕΕ.
** Και βέβαια παρεμπιπτόντως, κανενός το ιδιωτικό χρέος στις τράπεζες ή το κράτος σε καμία περίπτωση δεν θα εξαφανιζότανε, ούτε και θα μειωνόταν. **
Μικρή απόδειξη αυτής της πραγματικότητας είναι ότι κατά τις τελευταίες ημέρες της διαπραγμάτευσης, οι διατυπώσεις των περισσότερων Ευρωπαίων αξιωματούχων, ήτανε περί αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ και όχι απλά από το ευρώ όπως και ο αρχικός καθορισμός Δύο Ευρωπαϊκών Συνόδων Κορυφής (ΕΝΕ και ΕΕ) την μια αμέσως μετά την άλλη, την μακρά εκείνη Κυριακή της 13ης Ιουλίου.
Παρά τα ανωτέρω, η αλήθεια είναι ότι η σημερινή δομή της ΕΝΕ είναι λανθασμένη και λειτουργεί εις βάρος του Ευρωπαϊκού Νότου. Σε όλες τις χώρες και μέσα στα σύνορά τους που έχουν το ίδιο νόμισμα και την ίδια νομοθεσία, υπάρχουν έξ’ ορισμού ανισορροπίες, βλέπε, π.χ. την φτωχότερη Ουαλία από την Αγγλία, της δραματικές ανισότητες εντός της Ισπανίας (αλλά και της Ιταλίας), όπως και ορισμένα ελλειμματικά κρατίδια της ίδιας της Γερμανίας. Οι κεντρικές κυβερνήσεις των χωρών αυτών επιδοτούν κάθε χρόνο με δισεκατομμύρια λίρες και ευρώ αυτές τις ελλειμματικές τους περιοχές. Άρα, οι θεωρίες εκείνες που εντοπίζουν το πρόβλημα κυρίως στην έλλειψη μεταρρυθμιστικής νομοθεσίας είναι ελλιπείς και συχνά αποπροσανατολιστικές καθώς παραγνωρίζουν σημαντικές όψεις του προβλήματος.
Μια νομισματική ένωση δημιουργεί από την φύση της, ανισορροπίες ΕΚΤΟΣ αν συνοδεύεται από μεταφορά πόρων από την κεντρική διοίκηση. Με αλλά λόγια, μια νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική ένωση στέκεται σε ένα μόνο πόδι και δεν είναι βιώσιμη.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι βόρειες χώρες της ΕΕ, παρά την σημαντική τους βοήθεια προς τον Νότο (και ας μην είμαστε άδικοι επί τούτου, εμείς τουλάχιστον), και χωρίς βέβαια να έχουν δημιουργήσει αυτοί την κρίση, επί της ουσίας:
α) έχουν ωφεληθεί από την κρίση αλλά και,
β) ακόμα δεν μας έχουνε χαρίσει τίποτα , αλλά απλά δανείσει και εγγυηθεί με ευνοϊκούς όρους.
Η κρίση στην ΕΝΕ, έχει οδηγήσει σε χαμηλότερο επίπεδο το ευρώ, και αυτό το επίπεδο επιτρέπει τα τελευταία χρόνια στην Γερμανία να είναι πιο πλεονασματική στο εμπορικό της ισοζύγιο ακόμα και από την Κίνα!! Η ίδια μείωση έχει οδηγήσει τα επιτόκια δανεισμού των ισχυρών αυτών χωρών στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Τα δύο αυτά αποτελέσματα της κρίσης – κατά τις μελέτες διεθνών οικονομικών οίκων -όπως της Citibank, Morgan και πολλών άλλων μεταφράζονται κάθε χρόνο για την Γερμανία και μόνο σε περίπου 150 δις ευρώ!!!
Σκεφτείτε πως θα ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα και την Ιταλία εάν δεν είχε γίνει η πτώση του πετρελαίου και δεν ερχόταν στο προσκήνιο ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού, που ενεργοποίησε τα αντιπληθωριστικά ανακλαστικά της Γερμανίας να υποχωρήσουν και να αποδεχθούν την νομισματική χαλάρωση της ΕΚΤ. Η ΕΕΝΕ έχει διαγνώσει και επισημάνει στις δημόσιες παρεμβάσεις της το πρόβλημα της υψηλής ισοτιμίας του ευρώ εδώ και χρόνια. Η ισοτιμία που εξυπηρετεί καλύτερα τον Νότο είναι κοντά στο ένα προς ένα με το αμερικανικό δολάριο. Αυτό έχει σχεδόν επιτευχθεί και θα είναι, σε αυτά τα επίπεδα, ένας από τους πυλώνες της ελληνικής ανάπτυξης όπως επεξηγείται παρακάτω.
Έν κατακλείδι, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΝΕ που από ότι φαίνεται θα συνεχιστούν πρέπει να εστιαστούν από την πλευρά μας (με σύμμαχο, πρωτίστως, τον Ευρωπαϊκό Νότο) σε αυτά τα επιχειρήματα και όχι στον εκβιασμό μιας άτακτης χρεοκοπίας ή στην (αντιαναπτυξιακή) προσπάθεια αποφυγής άμεσης υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων. Οι πρόωρες εκλογές δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας πάνε πάλι πίσω, σε νέο σπιράλ πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, αστάθειας και ύφεσης.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, πρέπει να δούμε τώρα πως μπορεί τώρα πια να επιτευχθεί η πολυπόθητη Ανάπτυξη που είναι η μόνη που μπορεί να μας βγάλει από την κρίση του χρέους που έχει γίνει για την χώρα μας και τους πολίτες της το βασανιστήριο της σταγόνας.
II. Ανάπτυξη
Ελπίζουμε πως οι βαρύτατες, υφεσιακές και αντιαναπτυξιακές επιπτώσεις της τελευταίας συμφωνίας, να αντισταθμιστούν κάπως, από το αναπτυξιακό πακέτο των 35 δις που διασφαλίστηκε. Αυτά όμως δεν φθάνουν από μόνα τους μιας και το χρέος, όσο και απόμακρο να είναι, θα ρίχνει πάντα την σκιά του στο επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα μέχρι τουλάχιστον να ελαφρυνθεί σημαντικά. Αυτό που χρειάζεται είναι ριζοσπαστικά μέτρα που θα μας οδηγήσουν στην αναγκαία ανάπτυξη κοντά ή πάνω από 5% ετησίως . Σε αυτήν την κατεύθυνση, αυτά που η ΕΕΝΕ προτείνει είναι τα εξής:
1. Με συμμάχους τις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου η Ελλάδα να πρωτοστατεί ώστε να διατηρηθεί η ποσοτική νομισματική χαλάρωση από την ΕΚΤ και την εξωτερική ισοτιμία του Ευρώ σε αυτά τα επίπεδα ακόμα και αν απομακρυνθεί ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού και μέχρι να ορθοποδήσει ο Ευρωπαϊκός Νότος.
2. Μεταρρυθμίσεις – αφού πλέον αποδεχόμαστε ότι στο τέλος δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την υιοθέτηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων, ποιο το νόημα να ζητάμε για κάποιες ή πολλές από αυτές χρόνο σταδιακής εφαρμογής τους και δεν τις εφαρμόζουμε όλες μαζί άμεσα και ταυτόχρονα ώστε να πετύχουμε ταχύτερη προσαρμογή και ταχύτερη ανάκαμψη;
Η καθυστέρηση υιοθέτησης κάποιων από αυτές δημιουργούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη μια και:
α) χάνουν την ολική τους ισχύ πυρός με μιας στην ανάπτυξη,
β) δημιουργούν αβεβαιότητα και τριβή με τους δανειστές, άρα και εργαλείο λαϊκής ανθελληνικής προπαγάνδας σε ακραίους πολιτικούς κύκλους, στον κίτρινο τύπο και τους χειρότερους λαϊκιστές κάποιων χωρών όπως της Γερμανίας ή της Φινλανδίας – όπως και βέβαια επιδρούν αρνητικά στο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον για την χώρα μας,
Τέλος,
γ) δημιουργούν αίσθηση αδικίας σε κάποιες οικονομικές και κοινωνικές ομάδες που υφίστανται τις επιπτώσεις των πρώτων μεταρρυθμίσεων, άρα και αντίσταση στις εφαρμογές τους (είναι το δικό μας βασανιστήριο στους συμπολίτες μας).
Η χώρα καλείται να περάσει αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν δεκαετίες. Είναι μια ιστορική ευκαιρία η χώρα να αλλάξει σελίδα. Είναι ίσως η μεγαλύτερη ευκαιρία επανίδρυσης του κράτους από την εποχή του Καποδίστρια. Αυτή την ευκαιρία δεν πρέπει να την αφήσουμε να χαθεί. Δεν το αντέχει ούτε η κοινωνία ούτε η οικονομία. Από κάθε άποψη είναι η τελευταία ευκαιρία.
ΙΙΙ. Φορολογικά μέτρα και φοροδιαφυγή
Η ελληνική οικονομία βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και ειδικότερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Άρα το κλειδί για την καταπολέμηση της ανεργίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας είναι η τόνωση της επιχειρηματικότητας. Πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό όταν υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή που δεν επιτρέπει την μείωση της φορολογίας και έτσι την αύξηση των κινήτρων για παραγωγή πλούτου;
Πρέπει να βρεθεί άμεσα τρόπος ώστε η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής να συμβαδίζει με την ανάπτυξη. Είναι απολύτως αντιπαραγωγικό στην προσπάθεια να πατάξουμε τη φοροδιαφυγή να απαλείψουμε κάθε προοπτική ανάκαμψης. Πρέπει να βρούμε εκείνη την φόρμουλα, εκείνη την ισορροπία που να διασφαλίζει πως η μία δεν θα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την άλλη. Πρέπει να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η ΕΕΝΕ τολμά να προτείνει διαχρονικά τα εξής προς την κατεύθυνση αυτήν συγκεκριμένα μέτρα:
Α) Εφόσον οι πιστωτές μας και η κυβέρνησή μας συμφώνησαν στην (υφεσιακή) αύξηση της φορολογίας που αφορά τον υπάρχοντα παραγόμενο πλούτο συν κάποιες παραδοχές μικρής σχετικά ανάπτυξης μέχρι το 2018, ας επιτεθούμε αναπτυξιακά και να εισάγουμε ευνοϊκότερη φορολογία στο επιπλέον παραγόμενο εισόδημα (δηλαδή την ανάπτυξη). Η ΕΕΝΕ προτείνει την εισαγωγή του μεταβατικού φορολογικού συντελεστή (marginal tax) 10% και μόνο στα επιπλέον μελλοντικά εισοδήματα από το επίπεδο που έχει δηλωθεί το 2014 από επαγγελματίες και επιχειρήσεις και βέβαια επιπλέον από τις υφιστάμενες παραδοχές ανάπτυξης που έχουν συμφωνηθεί. Αυτή η πρόταση, θα μπορούσε να ισχύει και στις επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές και κόστους μισθοδοσίας που θα πληρώσουν οι επιχειρήσεις από εδώ και στο εξής δηλαδή, πάνω από αυτά που έχουν πληρώσει – φορολογηθεί το 2014.
Αυτό μεταξύ των άλλων, θα δώσει τα κίνητρα να μειωθεί η παραοικονομία για τα μελλοντικά εισοδήματα όπως επίσης να δώσει κίνητρο σε αλλοδαπές επιχειρήσεις να αυξήσουν κάθετα το υποκατασκευαστικό τους έργο στα ελληνικά τους παραρτήματα / συνδεδεμένες επιχειρήσεις όπως επίσης και αυτές να επενδύσουν σε συναφείς ελληνικές επιχειρήσεις μια και ο μέσος φορολογικός συντελεστής εισοδημάτων θα είναι μειωμένος, και θα πριμοδοτεί την ανάπτυξη ενώ θα μειώνεται περαιτέρω με το ρυθμό ανάπτυξης πάνω από τις υφιστάμενες παραδοχές αύξησης του ΑΕΠ.
Επ’ ουδενί δεν πρέπει να παραμείνουμε στην υφεσιακή παγίδα που οδηγεί η αύξηση του δημοσίου χρέους. Η παραπάνω πρόταση, παραμένει η πιο ενδεδειγμένη φυγή προς τα εμπρός και την ανάπτυξη χωρίς κίνδυνο μείωσης των υφιστάμενων φορολογικών εσόδων, όπως συμβαίνει σήμερα.
Β) Μείωση του capital gains tax από 15% συν έκτακτη εισφορά 6-8%, δηλαδή 21-23% στο επίπεδο 5%+6-8% ή 11-13% επί της αύξησης της αξίας της εταιρίας. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται φρέσκα ξένα και εγχώρια κεφαλαία και πάνω από όλα καινούργιες διοικήσεις με φρέσκιες ιδέες. Αυτό προϋποθέτει είσοδο καινούργιων επενδυτών σε υφιστάμενες κυρίως οικογενειακές επιχειρήσεις μέσω μεταβίβασης μετοχών ελληνικών εταιριών σε Έλληνες και ξένους επενδυτές. Η ανωτέρω αυξημένη φορολογία δεν απέφερε τίποτα το ιδιαίτερο σε έσοδα ενώ έχει αποθαρρύνει πολλούς υφιστάμενους ιδιοκτήτες εταιρειών να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους σε ένα ήδη βεβαρυμμένο, λόγω ύφεσης, περιβάλλον το όποιο έχει μειώσει ήδη αρκετά την αξία αυτών των επιχειρήσεων. Χρειάζονται άμεσα νέα κίνητρα και όχι νέα εμπόδια.
Γ) Σε μια οικονομία όπως την Ελληνική που έχει υπεράριθμο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων – στην πλειονότητά τους με μια διάσταση αυτοαπασχόλησης (πρωτίστως οικογενειακής) – η φοροδιαφυγή είναι αυξημένη. Το ίδιο συμβαίνει παρεμπιπτόντως σε αυτόν τον χώρο και στην Γερμανία και τις Η.Π.Α., που οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ιδιαίτερα οργανωμένοι αλλά επειδή αυτές σε αυτές τις χώρες αποτελούν πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ αυτών των χωρών, δεν επηρεάζει πολύ τα έσοδά τους. Η κριτική λοιπόν στις Ελληνικές Φορολογικές αρχές στη χαμηλή αποδοτικότητα των παρεμβάσεων της σε αυτόν τον τομέα είναι, ως ένα βαθμό, άδικη. Το θέαμα όπου τοπικές κοινωνίες προπηλακίζουν και εμποδίζουν το έργο αυτών των κεντρικών φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτο αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι οι τωρινές συνταγές αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού είναι, εν μέρει τουλάχιστον, σε λάθος βάση.
Η αντιμετώπισή τους απαιτεί μια νέα προσέγγιση.
Στον άξονα αυτό θα μπορούσαν να αξιολογηθούν οι ακόλουθες προτεινόμενες δράσεις:
1) να μειωθούν οι επιδοτήσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης από τον κεντρικό προϋπολογισμό ταυτόχρονα με την αύξηση της απευθείας συλλογής κάποιων φόρων από αυτές τις τοπικές αρχές. Με απλά λόγια, οι τοπικοί δήμαρχοι επί παραδείγματος, γνωρίζουν καλύτερα πώς και από πού πρέπει να αναζητηθούν οι φόροι – τις παραβάσεις, τις ιδιαιτερότητες, τις δυνατότητες κ.ο.κ, ενώ η κάθε τοπική κοινωνία θα παρακολουθεί και θα επιβλέπει την αξιοποίηση των εσόδων αυτών, άρα θα αυξηθεί και η τοπική φορολογική συνείδηση.
2) Ταυτόχρονα, όλα δείχνουν πως έχει έρθει η ώρα να ξαναδούμε το θέμα των αντικειμενικών κριτηρίων. Εκτός αν μπορούν να υιοθετηθούν προηγμένες τεχνολογικές λύσεις άμεσα από την κεντρική φορολογική διοίκηση (π.χ. λογισμικά προγράμματα, αλγόριθμοι κ.τ.λ.). γιατί να χάνουμε χρόνο, έσοδα και ουσία κυνηγώντας το κάθε μικρό ή μεσαίο μαγαζί αν κόβει αποδείξεις ή όχι, και να μη συνδεθεί η φορολογική τους υποχρέωση με αλλά κριτήρια, όπως τοποθεσία επιχείρησης, φύση επιχείρησης ή επαγγέλματος, τουριστικής ή μη περιοχής κ.ο.κ; Η κάθε μικρομεσαία επιχείρηση θα μπορούσε και να επιλέγει σε ποιο από τα δύο καθεστώτα θα υπάγεται· με αυστηρότερη βέβαια φορολογική παρακολούθηση για αυτές που επιλέγουν το σημερινό φορολογικό καθεστώς.
Αυτό μπορεί να ισχύει και για το εισόδημα και την απόδοση ΦΠΑ που δεν μπορεί να πέφτει κάτω από ένα επίπεδο αναλόγως των ανωτέρω.
3) Γενικότερη Φιλοσοφία φορολόγησης: για να πάμε ένα γενικότερο βήμα περαιτέρω και βάσει της ανωτέρω ανάλυσης:
IV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Την ύστατη στιγμή διαφυλάχτηκε το Εθνικό συμφέρον και την ασφάλεια του τόπου με τη σύναψη μιας δύσκολης αλλά απολύτως αναγκαίας οικονομικής συμφωνίας με τους εταίρους και πιστωτές της χώρας.
Ως υπεύθυνοι επιχειρηματίες και ενεργοί πολίτες, είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε στο βάρος της προσαρμογής στο βαθμό που μας αναλογεί και έχουμε την ενέργεια και τη διάθεση να συνεισφέρουμε με όλες μας τις δυνάμεις στην εθνική αναπτυξιακή προσπάθεια. Το επιτάσσει το εθνικό καθήκον. Το ίδιο ισχύει όμως για όλους, και πρωτίστως για το πολιτικό προσωπικό, που πρέπει σύσσωμο να σηκώσει το βάρος των ιστορικών αυτών στιγμών και να φέρει εις πέρας την παραγωγική ανασυγκρότηση, την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στην κανονικότητα και την ανάπτυξη.
Με την ευρύτατη διακομματική πλειοψηφία που πλαισίωσε τη νέα Συμφωνία, είναι επιτέλους εφικτό να περάσουμε από την λογική των «μέτρων» στην λογική των μεταρρυθμίσεων. Η θεμελίωση ενός σταθερού επενδυτικού και επιχειρηματικού πλαισίου σε συνδυασμό με την ταχεία ολοκλήρωση των αναγκαίων δομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα δώσει μια νέα ώθηση σε εσωτερικές και εξωτερικές επενδύσεις. Πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα και αποφασιστικά η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, στην αγορά μας, στο τραπεζικό μας σύστημα, ώστε τόσο ο εγχώριος όσο και ο διεθνείς επιχειρηματικός κόσμος να επενδύσει εκ νέου στον τόπο μας. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία και τους συμπολίτες μας που παραλύουν από την αβεβαιότητα και το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό και νομικό πλαίσιο, την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Χρειαζόμαστε συνέχεια, ασφάλεια, σαφείς και σταθερούς κανόνες, καθώς και ταχείες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης.
Καλούμε τις πολιτικές δυνάμεις να αξιοποιήσουν τη χρυσή ευκαιρία στην σύντομη αυτή προεκλογική περίοδο, να κλείσουν τον κύκλο του λαϊκισμού που τόσο έχει ταλανίσει τον τόπο και να δώσουν οριστικό τέλος σε όλους εκείνους τους μύθους που υπόσχονταν εύκολες λύσεις στα δύσκολα και σύνθετα προβλήματα της χώρας μας. Όλοι μαζί μπορούμε να βάλουμε τα θεμέλια για την Ελλάδα της προόδου και της παραγωγής, με σύμμαχο μια κοινωνία πιο ώριμη, πιο ενημερωμένη και πιο ενωμένη απέναντι στις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας και ανταγωνισμού.
Επ’ ουδενί δεν πρέπει να παραμείνουμε στην υφεσιακή παγίδα που οδηγεί η αύξηση του δημοσίου χρέους. Οι παραπάνω προτάσεις, είναι ίσως η πιο ενδεδειγμένη φυγή προς τα εμπρός και την ανάπτυξη χωρίς κίνδυνο μείωσης των υφιστάμενων φορολογικών εσόδων.
Στην ΕΕΝΕ εργαζόμαστε αδιάκοπα και μεθοδικά για την ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας διότι γνωρίζουμε τον καταλυτικό της ρόλο για την οικονομική ανάκαμψη. Πάνω από όλα στηρίζουμε τον τόπο μας. Επενδύουμε στις δυνατότητες του τόπου και των συμπολιτών μας και είμαστε πάντα στη διάθεση των πολιτικών δυνάμεων της ανάπτυξης και της προόδου για να στηρίξουμε με τον καλύτερο τρόπο τον κοινό μας στόχο.
Ελπίζουμε μετά τις εκλογές ο τόπος να κυβερνηθεί με τις ευρύτερες δυνατές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση και συνεννόηση ανάμεσα στις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, εκείνες που να εξασφαλίζουν σταθερότητα, ταχείες μεταρρυθμίσεις και την επιστροφή στην ανάκαμψη. Είναι εφικτό. Απαιτεί υπερβάσεις και αποφασιστικότητα – στοιχεία που με αισιοδοξία είδαμε σε αυξημένο βαθμό τις τελευταίες εβδομάδες. Είναι μείζον ζήτημα για την ανάκαμψη της χώρας η κυβέρνηση που θα προκύψει να έχει εθνικό όραμα με προοπτική εξάντλησης της τετραετίας. Καλούμε τις πολιτικές δυνάμεις να κινηθούν μετεκλογικά ταχύτατα και αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, αυτό ζητάει η κοινωνία, αυτό απαιτείται για την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ επικονωνήστε με την κα Στέλλα Τσομώκου, 210 728 9000, s.tsomokou@tsomokos.gr