Από τον Ορέστη Ομράν*
Η ελληνική αγορά venture capital παρουσίασε αυξημένα μεγέθη το 2021, τάση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί και το 2022. Φυσικά, υπολειπόμαστε ακόμα σημαντικά των σχετικών αγορών στα περισσότερα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρ’ ότι το ποσό των 4,5 δισ. ευρώ που φαίνεται να συγκέντρωσαν την περασμένη χρονιά start ups με Έλληνες ιδρυτές φαντάζει εντυπωσιακό. Κι αυτό διότι οι περισσότερες εξ αυτών των νεοφυών εταιρειών έχουν την έδρα τους ή/και δραστηριοποιούνται εκτός Ελλάδας.
Καθίσταται λοιπόν σημαντική η αξιοποίηση των ικανότατων Ελλήνων startupers από την Ελλάδα και εντός της Ελλάδας. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και ικανοποιητικά φορολογικά κίνητρα δεν αρκούν από μόνες τους. Απαιτείται πλήρης εκσυγχρονισμός του σχετικού οικοσυστήματος και τεχνογνωσία που θα επιτρέπει στο Κράτος να εφαρμόσει πολιτικές αποτελεσματικούς προσέλκυσης των νέων Ελλήνων επιχειρηματιών του εξωτερικού και των κεφαλαίων που διαχειρίζονται αυτοί αφενός και αφετέρου αξιοποίησης του ικανότατου ανθρώπινου δυναμικού που ήδη δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη χώρα μας.
Οι σχετικές συναλλαγές εξαρτούν την επιτυχία τους όχι μόνο από την οικονομική τους λογική αλλά σε μεγάλο βαθμό και από τον σχεδιασμό τους. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι equity based, δηλαδή το εκάστοτε fund χρηματοδοτεί την επιχείρηση έναντι ποσοστού συμμετοχής στο μετοχικό της κεφάλαιο. Εκεί διαπιστώνεται μια πρώτη ανισορροπία. Ο σχεδιασμός και η διαπραγμάτευση της συναλλαγής αναλαμβάνεται συνήθως από τους δικηγόρους του επενδυτή- συχνά μεγάλες δικηγορικές εταιρείες του εξωτερικού- οι οποίες και πλούσια εμπειρία διαθέτουν σε αντίστοιχα deals και ξέρουν να χρησιμοποιούν το ειδικό τους βάρους, όπου αυτό απαιτηθεί, σε βάρος των ιδρυτών. Συνίσταται λοιπόν στους νέους επιχειρηματίες η επιλογή αποτελεσματικής νομικής εκπροσώπησης με κριτήριο την εμπειρία στη σχετική αγορά. Το κόστος μπορεί να είναι μεγαλύτερο αλλά δεν συγκρίνεται με το ρίσκο και το κόστος της πλήρους απώλειας του ελέγχου της εταιρείας σε περίπτωση που τα συμβατικά κείμενα «ναρκοθετηθούν» προς όφελος των επενδυτών από τους δικηγόρους των τελευταίων.
Αντίστοιχο κίνδυνο για τους επενδυτές αποτελεί η σωστή διενέργεια νομικού και τεχνικού ελέγχου της εταιρείας. Επενδύσεις έχουν αποτύχει και χρήματα έχουν χαθεί επειδή υποεκτιμήθηκαν εκκρεμείς δικαστικές διαδικασίες και άλλες συμβατικές διαφορές, ιδίως επί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, εμπορικών σημάτων, ευρεσιτεχνιών που συχνά αποτελούν το κύριο περιουσιακό στοιχείο μιας νεοφυούς επιχείρησης. Το ίδιο συμβαίνει και με αντιδικίες που εμπλέκουν νυν με πρώην μετόχους και των οποίων η οριστική επίλυση απαιτεί χρόνο. Νομικά, η προστασία του επενδυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με ποικίλους τρόπους που συνδέουν τα αποτελέσματα του νομικού ελέγχου με το τίμημα της συναλλαγής ή/και με αποζημιώσεις σε περίπτωση εκ των υστέρων απωλειών από υπαρκτά ζητήματα πριν το κλείσιμο της συναλλαγής ή προκύψαντα κατόπιν αυτού και μέχρι συγκεκριμένου χρονικού σημείου.
Εξάλλου, η υπαγωγή των συναλλαγών αυτών σε ξένο δίκαιο -και δη το αγγλικό- καθώς και στη δικαιοδοσία ξένων δικαστηρίων ή ακόμα καλύτερα σε διεθνή διαιτησία καθίσταται προς το συμφέρον και των δύο πλευρών καθώς και το ελληνικό εταιρικό δίκαιο δεν μπορεί εύκολα να καλύψει τις ειδικές συνθήκες των συναλλαγών αυτών και τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν εμπειρία στην εκδίκαση σχετικών υποθέσεων λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς. Το εφαρμοστέο δίκαιο βοηθά, επίσης, στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διεθνοποίηση της συναλλαγής, η οποία θα συνεισφέρει με τη σειρά της σε προσέλκυση περαιτέρω κεφαλαίων στην επιχείρηση σε επόμενους γύρους χρηματοδότησης από διεθνή venture capital funds. Σημειωθήτω, φυσικά, πως η εξασφάλιση δυνατότητας εισόδου και νέων επενδυτών είναι και αυτή αντικείμενο διαπραγμάτευσης, η λεπτομερής δε διαδικασία αυτής αντικατοπτρίζεται στη σχετική συμφωνία μετόχων.
Τέλος, προσοχή απαιτείται και στην παραμονή των ιδρυτών στην ενεργό διοίκηση της εταιρείας την οποία προβλέπουν οι σχετικές συναλλαγές. Ζητούμενο είναι η εξασφάλιση ισορροπίας. Αφενός, οι ιδρυτές θα πρέπει να εξασφαλίσουν ευελιξία κινήσεων για τη συνέχιση της ανάπτυξης της εταιρείας. Αφετέρου απαιτείται η αποτελεσματική συνεργασία με τυχόν νέα μέλη της διοίκησης, τα οποία μπορεί να διορίσει ο επενδυτής. Συχνά, εξάλλου, το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση της επένδυσης για θεσμικούς επενδυτές. Και αυτό επιτυγχάνεται με σωστό σχεδιασμό των σχετικών προβλέψεων στα συναλλακτικά έγγραφα.
Μια συναλλαγή venture capital δεν είναι μία τυπική εξαγορά μειοψηφικής ή πλειοψηφικής συμμετοχής σε εταιρεία. Αντιθέτως, όλες οι συναλλαγές αυτές παρουσιάζουν τις δικές τους πρακτικές, σχήματα και κανόνες που καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, την επιτυχία τους. Κατανόηση μεταξύ των συναλλασσόμενων μερών, γνώση της αγοράς και αξιόπιστοι νομικοί σύμβουλοι μπορούν να διασφαλίσουν την επιτυχία των σχετικών συμφωνιών.
*Ο Ορέστης Ομράν είναι Δικηγόρος, Partner και Head of Greece Country Group της DLA Piper.