Σε ποιο βαθμό έχουμε καταφέρει σαν χώρα να διασυνδέσουμε τη φιλοξενία με την παραγωγή του αγροδιατροφικού τομέα;
A.A.: Το θέμα της ανάδειξης της οικονομίας της φιλοξενίας σε εργαλείο διαμόρφωσης εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής αποτελεί ακόμη ζητούμενο και δυστυχώς προσκρούει σε αρκετά σημαντικά ζητήματα που, αν και γνωστά, παραμένουν άλυτα. Από την παραπάνω τοποθέτηση προκύπτει και η απάντηση στο ερώτημα που είναι «…σε περιορισμένο βαθμό». Η διασύνδεση συναντάται κυρίως σε μικρότερους προορισμούς και καταλύματα που ψωνίζουν από την εγχώρια αγορά και έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε εισαγόμενα προϊόντα (ανεξάρτητα αν είναι από ξένη χώρα ή άλλη περιοχή της χώρας) και υπηρεσίες. Αυτά τα καταλύματα μπορεί να είναι σημαντικά σε αριθμό, δεν αντιπροσωπεύουν όμως μεγάλο αριθμό των κλινών της χώρας. Έτσι, το ποσοστό εγχώριων προϊόντων στην ελληνική ξενοδοχία παραμένει χαμηλό, παρόλο που πλέον οι ξενοδόχοι έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τη σημασία του να προσφέρουν ελληνικά προϊόντα. Σε περιοχές της Ελλάδας όπως η Σαντορίνη, πάντως, συναντά κανείς μεγαλύτερη απορρόφηση τοπικών και ελληνικών προϊόντων, αφού και η τιμή πώλησης της διαμονής δικαιολογεί το αυξημένο κόστος τους.
Σε ποιο «ιδανικό» αλλά και ρεαλιστικό στόχο θα πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε;
A.A.: Τρεις παράμετροι και μία παραδοχή καθορίζουν την επιτυχή σύζευξη τομέων στη χώρα. Πρώτος και καθοριστικός, οι τιμές των εγχώριων προϊόντων να μην απέχουν παρά ελάχιστα από τα εισαγόμενα, αφού όπως γνωρίζουμε όλοι, το προϊόν της φιλοξενίας είναι εξαιρετικά ευάλωτο στις τιμολογιακές αλλαγές. Η δεύτερη παράμετρος αφορά στη διαθεσιμότητα των ελληνικών προϊόντων σε όλη την επικράτεια, τόσο σε πλήθος, όσο και σε ποσότητες. Προφανώς και δεν αναφέρομαι μόνο στα προϊόντα του αγροτοδιατροφικού τομέα, αλλά και σε βιομηχανικά, οικοδομικά και άλλα προϊόντα. Ο τρίτος παράγοντας αφορά στους εκπροσώπους της φιλοξενίας, που πρέπει να κατανοήσουν ότι ένα ελληνικό κατάλυμα δεν μπορεί παρά να συντίθεται σε υψηλό ποσοστό από προϊόντα ελληνικής ταυτότητας, ποιότητας και παραγωγής. Και η παραδοχή: αν και δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποκλείουμε εισαγόμενα προϊόντα, απαιτείται παρέμβαση σε πολιτικό επίπεδο που να αναδεικνύει τη σημασία της ελληνικότητας του πακέτου της φιλοξενίας από τη δημιουργία του, ως την πώλησή του. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει και δεν βλέπω πώς θα ισχύσει με το Υπουργείο Τουρισμού να παραμένει τελευταίο τη τάξει και με περιορισμένες αρμοδιότητες.
Ποια σχήματα συνεργασίας είναι πιο αποτελεσματικά ώστε να διευρυνθεί η σύνδεση της παραγωγής με τη φιλοξενία;
A.A.: Πρώτη προτεραιότητα είναι να δοθεί το εθνικό στίγμα στη μορφή εθνικής πολιτικής. Στη συνέχεια μπορεί να γίνει παρέμβαση και επίβλεψη εφαρμογής πολιτικής σε επίπεδο Περιφέρειας και οι αυτονόητες διασυνδέσεις σε επίπεδο Επιμελητηρίων, αλλά κυρίως επιχειρήσεων. Με προβληματίζει η αδυναμία του υπουργείου μας να ελέγξει το ζήτημα, αφού οι συναρμοδιότητες με, όχι ένα, αλλά τουλάχιστον 3 υπουργεία δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Μένουμε λοιπόν στις συμφωνίες ιδιωτών που επωμίζονται και το βάρος να υλοποιήσουν και όλα εκείνα που προβλέπονται στα νέα πρότυπα μιας βιώσιμης (κατά ESG), σύγχρονης επιχείρησης.
Πέρα από τη χρήση ελληνικών προϊόντων στις κουζίνες ενός ξενοδοχείου, υπάρχουν και άλλοι -ενδεχομένως πιο καινοτόμοι τρόποι για τη σύνδεση με τον πρωτογενή τομέα;
A.A.: Τα ελληνικά προϊόντα, είτε βιομηχανικά, είτε της πρωτογενούς παραγωγής αποτελούν τη βάση. Το «πακετάρισμα» περιλαμβάνει την προβολή, τις συνταγές, την προσαρμογή της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας σε σύγχρονα πρότυπα, τη συμμετοχή των τουριστών σε βιωματικές εμπειρίες που σχετίζονται με την παραγωγή (π.χ. επίσκεψη σε αμπέλια, ελαιώνες κ.ά.), την εναρμόνιση με ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το food waste, τις διαδικασίες παραγωγής και την εκπαίδευση των επαγγελματιών του πρωτογενή τομέα όχι μόνο στο στάδιο της παραγωγής, αλλά και στη σωστή διάθεση του προϊόντος τους, ξεκινώντας από την εξαγωγική επιχείρηση στον τόπο τους: το ξενοδοχείο!