Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου και οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης που ελήφθησαν άμεσα και ενισχύονται έκτοτε με σκοπό να πλήξουν ανεπανόρθωτα τη ρωσική οικονομία ως απάντηση στην κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και τον ρωσικό αναθεωρητισμό άνοιξαν τη συζήτηση για την ανάγκη απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Με δεδομένο πως η Ένωση εξαρτά από τη Ρωσία τόσο τις εισαγωγές όσο και την κατανάλωση ενέργειας σε ποσοστό άνω του 40%, και ενώ η ουκρανική κρίση οδηγεί τους δείκτες του πληθωρισμού σε υψηλά των τελευταίων ετών, κυρίως λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας, η απεξάρτηση αυτή – τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον -μοιάζει πρακτικά πολύ δύσκολη.
Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν ήδη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη σταδιακή μείωση των εισαγωγών από τη Ρωσία κατά 2/3 είναι σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση: Εκμετάλλευση νέων υποδομών για την εισαγωγή από εναλλακτικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου και του υγροποιημένου φυσικού αερίου, και ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (“ΑΠΕ”) με επιτάχυνση της αδειοδότησης των σχετικών έργων στα Κράτη Μέλη. Παράλληλα, ενθαρρύνεται η συνέχιση της παραγωγής ενέργειας από άνθρακα και πυρηνικά εργοστάσια για τη συγκράτηση των τιμών και την εξασφάλιση επάρκειας από Κράτη Μέλη, όπως ιδίως η Γερμανία και η Γαλλία.
Και ενώ το τελευταίο μέτρο, εύκολα καθίσταται αντικείμενο κριτικής ως αντιβαίνον ευθέως στην περιβαλλοντική πολιτική της Ένωσης για καθαρή ενέργεια, τα υπόλοιπα δεν υπολείπονται προβλημάτων. Οι διασυνοριακοί αγωγοί ως απαραίτητες υποδομές μεταφοράς φυσικού αερίου από τις χώρες όπου βρίσκονται εναλλακτικά κοιτάσματα είναι έργα υψηλού κόστους που απαιτούν τη συνεργασία πολλών κρατών, εντός και εκτός Ένωσης, και χρηματοδότηση από ιδιωτικά πέρα από δημόσια κεφάλαια, η δε αδειοδότησή τους δύναται να κρατήσει χρόνια. Τα παραδείγματα με την απόφαση για μη θέση σε λειτουργία του Nord Stream 2 και την de facto εγκατάλειψη του East Med είναι ενδεικτικά πως τα έργα αυτά είναι ευάλωτα σε γεωπολιτικές μεταβολές, εθνικούς ανταγωνισμούς και διεθνικά συμφέροντα. Εξάλλου, η ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, ώστε αυτή να υπερβεί τη μέχρι πρότινος αναγκαία χρήση του φυσικού αερίου ως “καυσίμου-γέφυρα” απαιτεί πολλά παραπάνω από τη διευκόλυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας. Οι απαιτούμενες ποσότητες για την κάλυψη έστω και ενός σημαντικού τμήματος των ευρωπαϊκών αναγκών θα απαιτούσε την άμεση μετατροπή τεράστιων περιοχών σε αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, πράγμα τεχνικά, οικονομικά και πρακτικά ανέφικτο.
Η πολύ πρόσφατη, εξάλλου, συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και των ΗΠΑ για σημαντική αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου αερίου (“LNG”) από τις τελευταίες ώστε να αντισταθμιστούν οι αντίστοιχες μέσες ετήσιες εισαγωγές από τη Ρωσία είναι σίγουρα ενθαρρυντική. Θα πρέπει ωστόσο να δει κανείς την τελική συγκεκριμένη συμφωνία ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Η έκπτωση που προτίθενται να προσφέρουν οι ΗΠΑ δεν αναιρεί ούτε το αυξημένο κόστος των προμηθειών αυτών – λόγω και της δύσκολης μεταφοράς του LNG μέσω του Ατλαντικού και τη συνεπακόλουθη αμφίβολη διαθεσιμότητα επαρκών πλωτών μέσων για τη μεταφορά, ούτε τα ρυθμιστικά διλήμματα που θα ανακύψουν για τις οικείες αγορές από μια πιθανή μακροχρόνια δέσμευση προμήθειας από συγκεκριμένους Αμερικάνους παραγωγούς, δέσμευση η οποία ήδη συζητείται.
Τα παραπάνω δεδομένα θέτουν το πλαίσιο για τη διαμόρφωση ρεαλιστικών πολιτικών με γνώμονα την προστασία των ευρωπαίων πολιτών. Η δε γεωπολιτική κρίση είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να σταματήσουν οι εθνοκεντρικές επιλογές που μοναδικό στόχο είχαν την διασφάλιση ενεργειακής επάρκειας από συγκεκριμένα Κράτη Μέλη. Ο εφησυχασμός που επέφερε η μακρά ειρήνη στην Ήπειρο από το 1945 και μετά έπαψε να υπάρχει με τη ρωσική εισβολή, οι δε ευρωπαϊκές ηγεσίες συνειδητοποιούν επιτέλους πως η Ένωση θα πρέπει να αποκτήσει ενιαία φωνή τόσο στην εξωτερική πολιτική όσο και σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας, όπως αυτός την ενέργειας.
Περαιτέρω και πραγματική χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων ώστε τα Κράτη Μέλη να στηρίξουν τις πληττόμενες εθνικές οικονομίες, συνδιαμόρφωση της ζήτησης σε ενωσιακό επίπεδο και ενιαία διαπραγμάτευση των προμηθειών, δημιουργία ενωσιακών αποθηκών ενέργειας, ενιαίος ενωσιακός δανεισμός, κοινά μέτρα ελάφρυνσης των ευρωπαίων πολιτών, στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και ενίσχυση του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να καλύψει και τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης είναι μόνο μερικά από τα μέτρα που πρέπει να εξετάσει άμεσα και δεσμευτικά η Ένωση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο ρόλος εξάλλου της χώρας μας στη νέα ενεργειακή πραγματικότητα πρέπει να αναδεικνύεται συνεχώς στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, όχι μόνο ως κόμβου μεταφοράς από εναλλακτικές πηγές αλλά και ως “Κράτους Μέλους πρότυπου” για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ ώστε και περισσότερα κεφάλαια να προσελκυσθούν και τα μέτρα που (οφείλεται να εξακολουθήσουν να) λαμβάνονται για την ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων να τυγχάνουν ευνοϊκής αντιμετώπισης σε ενωσιακό επίπεδο.
* Ο κ. Ορέστης Ομράν είναι δικηγόρος που ειδικεύεται στους τομείς της ενέργειας, των τραπεζών και των κατασκευαστών, Εταίρος της DLA Piper και Επικεφαλής του Ελληνικού Τμήματος