Μια τέτοια νίκη, λοιπόν, είναι αυτή των εξαγωγών, αφού το 2022 εκτιμάται ότι αποτέλεσε ένα έτος ορόσημο για τις ελληνικές εξαγωγές, με το σύνολό τους είτε σε απόλυτους όρους είτε σε όρους ΑΕΠ να φτάνει σε επίπεδα που δεν έχουν επιτευχθεί ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στους 11 πρώτους μήνες του 2022 άγγιξε τα €93,8 δισεκ. Μετά την αναγωγή, στο σύνολο του έτους αναμένεται ότι θα φτάσουν περί τα €101 δισεκ., ένα επίπεδο που –βοηθούντος του πληθωρισμού– αποτελεί την υψηλότερη επίδοση όλων των εποχών. Σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019 –του τελευταίου, δηλαδή, «φυσιολογικού» έτους, πριν την πανδημία, τις διαταραχές στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και την ενεργειακή κρίση– οι εξαγωγές αγαθών του 11-μήνου είναι αυξημένες κατά 65,3%, οι εξαγωγές υπηρεσιών κατά 18% και το άθροισμά τους κατά 38,8%. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η μεταβολή του λόγου των εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ, ο οποίος αναμένεται ότι το 2022 έχει ξεπεράσει το 48%, σημαντικά αυξημένος από το 39,6% του 2019.
https://19c67142e5fd0726d67529f6025ad494.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-40/html/container.html?n=0Οι επιδόσεις αυτές των ελληνικών εξαγωγών αποτελούν ασφαλώς μια εξαιρετικά ενθαρρυντική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, οι επιχειρήσεις της οποίας παρουσίαζαν μια μάλλον παγιωμένη αδυναμία να παρέχουν τα προϊόντα τους σε ανταγωνιστικούς όρους στις διεθνείς αγορές. Επίσης πολύ ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία έτη –εξαιρουμένου του δύσκολου 2020– δεν στηρίζεται μονοσήμαντα στην ανάπτυξη των εξαγωγών υπηρεσιών, αλλά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της (σχεδόν τα 3/4 της συνολικής μεταβολής από το 2019) προκύπτει από τις εξαγωγές αγαθών. Ακόμα, μάλιστα, κι αν εξαιρέσουμε τα καύσιμα –η αύξηση της τιμής των οποίων αυξάνει τεχνητά την αξία των εξαγωγών τους– τα υπόλοιπα αγαθά συνεχίζουν να έχουν σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο από τις υπηρεσίες στην αύξηση των συνολικών εξαγωγών (43,7% της μεταβολής, έναντι 26,1%). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η ελληνική οικονομία αποκτά και πάλι, μετά από πάρα πολλά χρόνια, ισχυρή αναπτυξιακή στήριξη και από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας, εξαιτίας ενός πολύ δραστήριου, υγιούς και εξωστρεφούς τμήματός τους.
Παρόλα αυτά, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί αν θέλουμε να εξάγουμε συμπεράσματα για τη κατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα με την ταχεία αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, είχαμε μια ισοδύναμη ή και ισχυρότερη αύξηση των εισαγωγών, που δεν είναι συμβατή με μια διαπίστωση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας γενικά. Το 2022, μάλιστα, εκτός από ένα έτος ρεκόρ για τις εξαγωγές, αποτελεί και έτος ενός ακόμα μεγαλύτερου ρεκόρ όσον αφορά στις εισαγωγές, το ύψος των οποίων επίσης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο ιστορικό επίπεδο! Πιο συγκεκριμένα, οι συνολικές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στο πρώτο 11-μηνο του 2022 έφτασαν τα €110,75 δισεκ. και να αναμένεται στο σύνολο του έτους να φτάσουν περί τα €120,7 δισεκ., ένα επίπεδο που αντιστοιχεί στο 57,5% του ΑΕΠ. Το ύψος αυτό των εισαγωγών, είτε σε απόλυτους όρους είτε σε όρους ΑΕΠ, συνιστά επίσης ένα ιστορικό υψηλό, χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους μεταβολών από το 2019, οι εισαγωγές αγαθών του 11-μήνου είναι αυξημένες κατά 67,2%, οι εισαγωγές υπηρεσιών κατά 48,6% και το άθροισμά τους κατά 62,5%! Καθώς η αύξηση των εισαγωγών υπερτερεί της αύξησης των εξαγωγών μετά το 2020, η συνολική επίδραση στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) είναι αρνητική, με αποτέλεσμα η χώρα να κινδυνεύει να απωλέσει όλη την πρόοδο στην εξισορρόπησή του, που είχε επιτύχει με μεγάλες θυσίες κατά τη δεκαετία της κρίσης.
Διάγραμμα: Διεθνές Εμπόριο & Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (δισεκ. €, τρέχουσες αξίες)
e = αναγωγή των διαθέσιμων μηνιαίων στοιχείων στο σύνολο του έτους.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, ιδία επεξεργασία
Πολλοί αποδίδουν τη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών στην ενεργειακή κρίση. Πράγματι, η χώρα μας είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και επομένως οι αυξημένες τιμές των βασικών ενεργειακών αγαθών που εισάγει διογκώνουν τεχνητά τις εισαγωγές και το έλλειμμα του ΙΤΣ. Απομονώνοντας, όμως, τις εισαγωγές καυσίμων, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι μόνο το 36,4% της συνολικής αύξησης των εισαγωγών, από το 2019, μπορεί να αποδοθεί σε αυτά και κατ’ επέκταση, εν μέρει, στην ενεργειακή κρίση. Ακόμα και αν εξαιρέσουμε πλήρως τη μεταβολή στις εισαγωγές καυσίμων, το υπόλοιπο 63,6% της αύξησης των εισαγωγών επαρκεί για να συνεχίζει να υπερκαλύπτει την αύξηση των εξαγωγών.
Τίθεται, επομένως, το ερώτημα για ποιο λόγο η εγχώρια αγορά θεωρεί περισσότερο συμφέρουσα την κάλυψη πολλών αναγκών της από διεθνείς προμηθευτές αντί της εγχώριας παραγωγής. Σε έναν βαθμό, αυτό είναι αναμενόμενο για μια ολοένα και πιο εξωστρεφή οικονομία. Η επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων και στις διεθνείς αγορές αυξάνει σημαντικά τις εφοδιαστικές τους ανάγκες, που δεν είναι απαραίτητο να μπορούν να καλυφθούν εγχωρίως. Ένα σημαντικό, όμως, μέρος της απάντησης μπορεί να εξηγηθεί από το χαμηλό επίπεδο της συνολικής ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας, η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας, αν και έχει βελτιωθεί τα τελευταία έτη, παραμένει ακόμα χαμηλή. Ενδεικτικά, στο IMD World Competitiveness Ranking η Ελλάδα, μετά τη σημαντική βελτίωση στην κατάταξη που είχε το 2020 (49η θέση από 58η), παρουσιάζει σταθερότητα σε μια όχι και τόσο καλή θέση: 47η σε σύνολο 63 χωρών. Την ώρα, λοιπόν, που κάποιοι κλάδοι ή μια ομάδα ελληνικών επιχειρήσεων πρωταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές, η ευρύτερη ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια αδυναμία να καταστεί ανταγωνιστική ακόμα και στην εγχώρια αγορά.
Εν κατακλείδι, το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας αποτελεί στην πραγματικότητα έναν μαραθώνιο αγώνα. Δεν φτάνει να φτάσουμε το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των εμπορικών μας εταίρων, αλλά θα πρέπει να διατηρήσουμε στη συνέχεια ισοδύναμους (με αυτούς) ρυθμούς βελτίωσης. Αν δεν τα καταφέρουμε, ίσως κληθούμε και πάλι να ισοσκελίσουμε το ΙΤΣ μέσω της βίαιης περιστολής της κατανάλωσης. Για αυτό είναι πολύ σημαντικό το προσεχές διάστημα να ακούσουμε ουσιαστικές προτάσεις από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας για το πώς θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, ειδικά στο ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον του υψηλού παγκόσμιου πληθωρισμού.
Η Φαίη Μακαντάση είναι Διευθύντρια Ερευνών στον ερευνητικό οργανισμό διαΝΕΟσις. Έχει διδάξει για πολλά χρόνια Μικροοικονομική Θεωρία και Θεωρία Παιγνίων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) και Αρχές Οικονομικής Θεωρίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ). Η Διδακτορική της Διατριβή (Ph.D.) ολοκληρώθηκε στο ΟΠΑ με τίτλο “Trade Policy under Imperfect Competition”. Υπήρξε Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια (Post-Doctoral fellow) σε θέματα μεταρρύθμισης του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα, των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας και της μέτρησης του ανθρώπινου κεφαλαίου της. Καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών της έλαβε βραβεία/υποτροφίες από το ΙΚΥ, την Τράπεζα Κύπρου, το Ίδρυμα Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΙΙ». Πρόσφατα έλαβε ένα ερευνητικό βραβείο από το Hellenic Observatory του London School of Economics σε θέματα ευφυούς μοντελοποίησης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα. Έχει ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια, δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και έχει συγγράψει και επιμεληθεί επιστημονικά κοινωνικο-οικονομικές μελέτες που αφορούν στην Ελλάδα, την έξοδο της από την κρίση και τον εκσυγχρονισμό της.