Η αιφνιδιαστική παραίτηση της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας, Τζασίντα Αρντέρν, άνοιξε μία μεγάλη συζήτηση σε όλο τον κόσμο για το αν και πώς μπορούν οι γυναίκες να συνδυάσουν μία απαιτητική καριέρα με τις οικογενειακές υποχρεώσεις. H συζήτηση πυροδοτήθηκε περαιτέρω από τον τίτλο του BBC- “Can women have it all?” («Μπορούν οι γυναίκες να τα έχουν όλα;») -τίτλο που το βρετανικό μέσο αναγκάστηκε να αποσύρει στη συνέχεια παραδεχόμενο «λάθος».
Γίνεται πραγματικά οι γυναίκες να τα έχουν όλα; Απηύθυνα την ερώτηση στην Έλενα Στυλιανού, managing director της συμβουλευτικής εταιρείας RSM. Η επιλογή δεν έγινε τυχαία. Η Έλενα Στυλιανού, επιτυχημένο στέλεχος του έκτου μεγαλύτερου δικτύου Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και Συμβούλων Επιχειρήσεων στον κόσμο και μητέρα ενός επτάχρονου κοριτσιού, ασχολείται ιδιαίτερα με τα θέματα της γυναικείας επιχειρηματικότητας.
«Το ζητούμενο είναι να υπάρχει μία αρμονία» μου απάντησε. «Να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να επιλέγει τις προτεραιότητές του και να υπάρχει κατανόηση και σεβασμός στην όποια απόφασή του. Επίσης, να υπάρχουν οι συνθήκες στην αγορά που να επιτρέπουν στη γυναίκα που θα επιλέξει να κάνει καριέρα να μπορεί να την κάνει.»
Προφανώς, αυτές οι συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η Ελλάδα καταγράφει μία από τις χειρότερες επιδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, η Ελλάδα βρέθηκε στην τελευταία θέση στην κατάταξη για τη θέση των γυναικών.
«Αν και η πρόοδος που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας είναι σημαντική και κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης» σχολιάζει η Ε. Στυλιανού. «Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η αργή εμφάνιση των αποτελεσμάτων προόδου σε ζητήματα κοινωνικής ισότητας μας προτρέπει σαν χώρα να προσπαθήσουμε περισσότερο και με μεγαλύτερη έμφαση προς αυτόν τον στόχο. Ο υπόλοιπος κόσμος προχωράει πιο γρήγορα και εμείς πρέπει να επιταχύνουμε τους ρυθμούς μας για να συμβαδίσουμε με το σύνολο της Ευρώπης.»
Η συζήτηση για την ενδυνάμωση των γυναικών δεν είναι ούτε θεωρητική, ούτε αφηρημένη. Αφορά στην έλλειψη επαρκών δομών για τη φροντίδα και φύλαξη των παιδιών, στην ελάχιστη χρήση της τηλεργασίας (με περιορισμένη πρόοδο να έχει σημειωθεί μετά την πανδημία) και -κυρίως- στην ελληνική κουλτούρα.
«Πολλά είναι τα μέτρα που θα βοηθούσαν τις γυναίκες να έχουν μεγαλύτερη παρουσία στις επιχειρήσεις. Σίγουρα οι Σκανδιναβικές χώρες, οι χώρες της Μπενελούξ, η Αγγλία και η Γαλλία μας έχουν δώσει πολλά παραδείγματα καλών πρακτικών. Αυτό που θα έλεγα πως λείπει στην χώρα μας είναι η νοοτροπία γύρω από τις «διευκολύνσεις» που μπορούν να δοθούν σε οικογένειες. Μόνο εάν αλλάξουμε νοοτροπία σαν χώρα θα γίνει σωστή χρήση των μέτρων που προτείνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για την οικονομική ενίσχυση της γυναικείας επιχειρηματικότητας, την ισότητα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων, την ευελιξία στην εργασία που θα επιτρέπει σε γονείς να είναι πιο κοντά στα παιδιά τους συγκεκριμένες στιγμές, χωρίς αυτό να δημιουργεί ρίσκο για την επαγγελματική τους εξέλιξη κλπ… Όλα αυτά ξεκινούν με την παιδεία, με τις αντιλήψεις που έχουμε σαν λαός και με τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας.»
Το 2020 ο νόμος 4706/2020 προσπάθησε να συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση, ορίζοντας ότι το 25% των μελών των ΔΣ των ανώνυμων εταιρειών πρέπει να είναι γυναίκες. Σε σχετική έρευνα, η RSM διαπίστωσε ότι μετά την εφαρμογή του νέου νόμου, ο αριθμός των γυναικών αυξήθηκε από 200 σε 298 αντιστοιχώντας σε 24,3% του συνόλου (από 16% που ήταν πριν την εφαρμογή του νόμου). Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 34% και η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για το 2020 ήταν 40%. Επίσης μόλις το 1% των ελληνικών εταιρειών διαθέτουν γυναίκα Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, σε σχέση με το 9% που είναι ο μέσος όρος της Ευρώπης.
«Υποστηρίζω τις ποσοστώσεις, όχι για να μπορούμε να πούμε “προσλάβετε μια γυναίκα σε αυτό τον ρόλο επειδή είναι γυναίκα” ή “τοποθετήστε έναν αλλοεθνή άνδρα επειδή είναι αλλοεθνής”. Δεν είναι αυτό το νόημα των ποσοστώσεων» αναφέρει η Ε. Στυλιανού. «Το ζήτημα είναι να διασφαλιστεί πως όταν τα μέλη των ΔΣ και τα στελέχη μιας επιχείρησης παίρνουν αποφάσεις για προσλήψεις, για τη διατήρηση θέσεων ή την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους, να αναγκάζονται να εξετάζουν όλες τις διαθέσιμες επιλογές.
Καταλαβαίνουμε πως αν ακολουθήσουμε την επιλογή της μη επιβολής ποσοστώσεων, όπως έχει συμβεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στο παρελθόν (Ολλανδία, Γαλλία, Νορβηγία, Δανία), θα χρειαστούμε 50, ίσως και 70 χρόνια για να πετύχουμε ικανοποιητικά και επίκαιρα ποσοστά συμπερίληψης των γυναικών.»
Η RSM έχει βοηθήσει πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με το νέο νόμο για την ποσόστωση. Τα συμπεράσματα είναι δύο ταχυτήτων: υπάρχουν οι επιχειρήσεις που θέλουν απλά να είναι «τυπικά» καλυμμένες και υπάρχουν και αυτές που αντιμετώπισαν το νέο νόμο ως ευκαιρία για να αναβαθμίσουν τα Διοικητικά τους Συμβούλια.
Ωστόσο, ακόμα και για τις γυναίκες που καταφέρνουν να αναρριχηθούν σε μία θέση ΔΣ τα πράγματα δεν είναι απλά. «Αντιμετωπίζουν την πρόκληση να αποδείξουν την αξία τους και την δίκαιη επιλογή τους για οποιαδήποτε ηγετική θέση. Και στην περίπτωση αυτή η πρόκληση ήταν διπλή» εξηγεί η Ε. Στυλιανού. Η ίδια -έχοντας προσγειωθεί απότομα στην ελληνική πραγματικότητα το 2019 όταν επέστρεψε στην Ελλάδα από το Λουξεμβούργο όπου εργαζόταν- έχει μία βασική συμβουλή να δώσει:
«Αυτό που πιστεύω ακράδαντα όμως είναι πως οι γυναίκες οφείλουμε καταρχάς να πιστεύουμε περισσότερο στον εαυτό μας και να μην επιτρέπουμε να μας επηρεάζουν φαινόμενα τύπου «Imposter Syndrome», δηλαδή να αμφισβητούμε τους εαυτούς μας. Επιπλέον οφείλουμε, ως γυναίκες, να βελτιώσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ μας.
Οι άνδρες ανέκαθεν στήριζαν ο ένας τον άλλον και δημιουργούσαν επαφές, δίκτυα και επαγγελματικές ή φιλικές σχέσεις. Θα έλεγα πως οι γυναίκες θα μπορούσαμε ίσως να στηρίζουμε περισσότερο η μια την άλλη, με καλοσύνη και θετική διάθεση και να προωθήσουμε η μια την άλλη αξιοκρατικά και επαγγελματικά και με αυθεντικό ενδιαφέρον για την καλύτερη εκπροσώπηση του γυναικείου φύλου στον επιχειρηματικού κόσμου.»
Το «Imposter Syndrome» ή «Σύνδρομο του Απατεώνα» αναφέρεται σε φιλόδοξα άτομα που χαρακτηρίζονται από αδυναμία να εσωτερικεύουν τα επιτεύγματά τους και έναν επίμονο φόβο ότι θα εκτεθούν ως “απάτη”. Μελέτες δείχνουν ότι το σύνδρομο του απατεώνα είναι ιδιαίτερα συχνό μεταξύ των γυναικών με υψηλές επιδόσεις