Οπροεκλογικός δημόσιος διάλογος κυριαρχείται τις τελευταίες ημέρες από την αντιπαράθεση των κομμάτων για τις προγραμματικές φορολογικές θέσεις τους. Δεδομένου ότι η φορολογία αποτελεί ένα αντικειμενικώς δύσκολο νομικά και οικονομικά πεδίο της διακυβέρνησης μιας χώρας, εκπρόσωποι κομμάτων με ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες, ειδικές γνώσεις εκλήθησαν να αναλύσουν τηλεοπτικά τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων τους, δημιουργώντας σύγχυση στους πολίτες και χαρίζοντάς μας στιγμές πραγματικής αμηχανίας.
Ειδικότερα, η διαμόρφωση της πολιτικής φορολόγησης των επιχειρήσεων συχνά καταλήγει σε μια άσκηση εξισορρόπησης, αφενός της αναγκαίας συγκέντρωσης σημαντικών δημοσίων εσόδων και αφετέρου της δημιουργίας κινήτρων για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση της εγχώριας εταιρικής επιχειρηματικότητας και απασχόλησης.
Εσφαλμένα, εξάλλου, κατεβλήθη προσπάθεια εξομοίωσης του εισοδήματος από μερίσματα μετοχών με το εισόδημα από την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος ή τη μισθωτή εργασία. Κι αυτό γιατί η συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας εταιρείας ενέχει το πλήρες επιχειρηματικό ρίσκο της μερικής ή συνολικής απώλειας της αξίας των μετοχών. Η αντιστάθμιση του ρίσκου γίνεται με την επιβολή μικρού σχετικά ποσοστού φορολόγησης των μερισμάτων σε περίπτωση κερδοφορίας της επιχείρησης. Το αντίστοιχο ρίσκο δεν υπάρχει – τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό- στις άλλες δραστηριότητες το εισόδημα εκ των οποίων φορολογείται με υψηλότερο συντελεστή. Διαφέρουν δηλαδή οι τύποι φορολόγησης ως προς τον δικαιολογητικό λόγο των νομοθετικών διατάξεων που τους προβλέπουν. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου και τη διαφορά της φορολόγησης της επιχείρησης αφεαυτής, η οποία είναι ανεξάρτητη από τη φορολόγηση των μετόχων της για τα διανεμηθέντα σε αυτούς μερίσματα και προηγείται της τελευταίας (στη χώρα μας ισχύει ενιαίος συντελεστής φορολόγησης επιχειρήσεων 22%).
H Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης μερισμάτων (5%) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Εσθονία και Λετονία δεν φορολογούν τα μερίσματα ενώ ακολουθεί η Σλοβακία με 7%. Ωστόσο, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 24%, είναι αρκετές οι χώρες που έχουν υψηλούς συντελεστές, συμπεριλαμβανομένων της Ιρλανδίας (με συντελεστή 51%), της Δανίας, της Νορβηγίας, και της Γαλλίας. Ίσως αυτό οδήγησε πολλούς να ζητήσουν την εκ νέου αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων. Δεν λαμβάνουν ωστόσο υπόψιν τα διαφορετικά φορολογικά κίνητρα που μπορεί να παρέχουν ως αντιστάθμισμα οι χώρες αυτές, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες των οικονομιών τους.
Συμπερασματικά, το δίδαγμα των τελευταίων ημερών είναι πως τα κόμματα θα πρέπει να αφήνουν εξειδικευμένους εκπροσώπους τους να αναλύουν τεχνικά ζητήματα, ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση και το επακόλουθο πολιτικό κόστος. Η επόμενη Κυβέρνηση θα κληθεί να εξορθολογήσει περαιτέρω το φορολογικό σύστημα, αποφεύγοντας φορολογικές αδικίες και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας για τους ξένους επενδυτές.
*Ο Ορέστης Ομράν είναι επικεφαλής του διεθνούς τμήματος της Ένωσης Ελλήνων Επιχειρηματιών