Ο πόλεμος που ξέσπασε στο Ισραήλ μετά τις βάναυσες τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς αναδεικνύει τρία βασικά ζητήματα για την Ευρωπαϊκή Ενωση2′ 24″ χρόνος ανάγνωσηςΑκούστε το άρθρο
Ο πόλεμος που ξέσπασε στο Ισραήλ μετά τις βάναυσες τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς και οι προσπάθειες διαμεσολάβησης που συνεχίζουν από όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις για τη κατάπαυση του πυρός αναδεικνύουν τρία βασικά ζητήματα για την Ευρωπαϊκή Ενωση:
Πρώτον, η απειλή της ισλαμικής τρομοκρατίας δεν έχει φύγει από την Ευρώπη. Η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες κατέδειξε πως μουσουλμάνοι εξτρεμιστές εξακολουθούν να εκτρέφονται στην κεντρική και δυτική Ευρώπη και είναι έτοιμοι να σκοτώσουν μαζικά αθώους πολίτες έπειτα από οποιαδήποτε διεθνή εξέλιξη ερμηνεύουν οι ίδιοι ως χτύπημα της Δύσης στον κόσμο και τη θρησκεία τους. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δεν είναι, πλέον, εθνικό ζήτημα. Και εάν ποτέ θεωρήθηκε τέτοιο, τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να αποτυγχάνουν στην εξάλειψη των εξτρεμιστικών τρομοκρατικών θυλάκων στο έδαφός τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι τρομοκράτες και το δίκτυο που έχουν δημιουργήσει σε όλη την Ευρώπη είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανάδειξη του προβλήματος ως ενωσιακού και για την ειλικρινή συνεργασία των κρατών-μελών στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ενωσης που παρ’ ότι αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα της, ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, υπονομεύεται διαρκώς από διαφορετικές και ενίοτε αντικρουόμενες εθνικές προτεραιότητες.
Δεύτερον, η παραδοχή της αποτυχίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, η οποία προοριζόταν από την ίδρυσή της το 2011 να αποτελέσει την ενιαία διπλωματική υπηρεσία της Ενωσης. Δυστυχώς, όπως φάνηκε τόσο στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και στο Ισραήλ, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν διαδραματίζει κανέναν ουσιαστικό διπλωματικό ρόλο, αντιθέτως την υπηρεσία υποκαθιστούν οι εκπρόσωποι των θεσμών, οι οποίοι περιορίζονται συχνά σε ευχολόγια για τον τερματισμό των ένοπλων συγκρούσεων, τη στιγμή μάλιστα που ορισμένοι αρχηγοί των κρατών-μελών σπεύδουν να μεσολαβήσουν αυτογνώμως, εκφράζοντας και πάλι αμιγώς εθνικά συμφέροντα. Εδώ παρατηρείται, εξάλλου, και μια σημαντική εσωτερική αντινομία. Η Ενωση προσπαθεί να ενισχύσει την εσωτερική συνοχή της έννομής της τάξης, με ολοένα και περισσότερες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την επιβολή κοινών δεσμευτικών κανόνων και στα 27 κράτη-μέλη, ενώ παράλληλα αγνοεί την κοινή στάση που ευλόγως οφείλει να διαμορφώσει για την προστασία της από κοινούς εξωτερικούς κινδύνους και την προάσπιση των συμφερόντων της, ως όλον, στα μεγάλα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη γειτονιά της. Ορθώς εξάλλου ο Ελληνας πρωθυπουργός ανέδειξε την ανάγκη να διαμορφώσει η Ενωση ενιαία φωνή στην κρίση της Μέσης Ανατολής στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Τρίτον, η οικονομία της Ευρώπης απειλείται για μια ακόμα φορά από τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις. Τη στιγμή που η ενεργειακή κρίση φαινόταν να έχει τεθεί υπό έλεγχο παρά τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή απειλεί να εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου και να εμποδίσει παραδοσιακούς και υπό κατασκευή δρόμους μεταφοράς ενέργειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας τον πληθωρισμό, μειώνοντας την επιδιωκόμενη ανάπτυξη και καθιστώντας απαραίτητη την επανεξέταση του ευρωπαϊκού ενεργειακού σχεδιασμού. Η προσαρμοστικότητα πρέπει να αποτελεί τον οδηγό στη διαμόρφωση των ενωσιακών πολιτικών από τους θεσμούς καθώς λάθος υπολογισμοί και αδράνεια δεν συγχωρούνται στην ακόμα εύθραυστη μεταπανδημική ευρωπαϊκή οικονομία.
*Ο Ορέστης Ομράν είναι Νομικός Ευρωπαϊκού Δικαίου, διεθνής επικεφαλής της ΕΕΝΕ