Τα εγκαίνια των παραχωρημένων στη Fraport περιφερειακών αεροδρομίων την περασμένη Τετάρτη στέλνουν αναμφίβολα ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τον ελληνικό τουρισμό, ιδίως σε μια εποχή που η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία ακόμα μετρά τις πληγές της από τα lockdown του περασμένου χρόνου. Πράγματι, η επένδυση της Fraport από μόνη της συνιστά σημαντικό οικονομικό μέγεθος για τη χώρα μας – τα 1,7 δισ. Ευρώ που αναμένεται συνολικά να επενδύσει η Fraport στην Ελλάδα συνιστούν τη μεγαλύτερη ιδιωτική επένδυση στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας, αυξήθηκε η χωρητικότητα των αεροδρομίων, βελτιώθηκε η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών για τους ταξιδιώτες ενώ αυξήθηκαν και τα δημόσια έσοδα.
Γράφει ο Ορέστης Ομράν*
Τα αεροδρόμια εξάλλου αποτελούν την κυριότερη «πύλη εισόδου» των ξένων επισκεπτών στη χώρα μας και το ολικό «lifting» στο οποίο τα επέβαλε η γερμανική εταιρεία καθιστά την πρώτη αν μη τι άλλο εικόνα που αποκομίζει κάποιος από τη χώρα μας περισσότερο θετική παρά αρνητική. Καταστάσεις του παρελθόντος με χιλιάδες ταξιδιώτες να στοιβάζονται σε μικρές αίθουσες χωρίς κλιματισμό και στοιχειώδεις υπηρεσίες εστίασης αποτελούν πλέον σε μεγάλο βαθμό παρελθόν. Εξάλλου, ο εκσυγχρονισμός του τουριστικού προϊόντος σε όλα το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών αποτελεί μονόδρομο για αυτό που αποκαλούμε – ίσως και κατ’ευφημισμόν- «βαριά βιομηχανία» του τόπου.
Φυσικά, αναμένουμε την υλοποίηση και των υπολοίπων προγραμματισμένων κινήσεων στον τομέα του τουρισμού, ώστε να εξαχθούν συνολικά συμπεράσματα. Ιδιωτικοποίηση και των εναπομείναντων δημοσίων αεροδρομίων και λιμανιών, ανακαίνιση των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, βελτίωση των δημοσίων μεταφορών. Και όλα με πλήρη εφαρμογή ευέλικτων και αποτελεσματικών υγειονομικών πρωτοκόλλων ώστε οι ξένοι επισκέπτες να νιώθουν ασφαλείς και προστατευμένοι την επαύριοτης πανδημίας.
Η εν λόγω επένδυση αποδεικνύει και κάτι άλλο. Η προσκόλληση σε κρατιστικά μοντέλα παροχής αγαθών και υπηρεσιών είναι πέρα για πέρα αναχρονιστική. Η αξιοποίηση των ιδιωτικών πόρων, των υποδομών και της εμπειρίας αποτελεί μονόδρομο στο σύγχρονο κόσμο. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το Κράτος δεν πρέπει να διατηρεί το ρόλο του ως ενεργού συμμετέχοντα σε κομβικές εθνικές επενδύσεις και ως ρυθμιστή της συμμόρφωσης των ιδιωτών με το κάθε φορά ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Η γενιά μας μεγάλωσε με ψευδαισθήσεις των γονέων μας πως η επαγγελματική – και κοινωνική ίσως- επιτυχία περνά από το Δημόσιο. Φαίνεται πλέον πως η πραγματικότητα ξεπερνάει αυτές τις ψευδαισθήσεις. Σε ένα Κράτος που «έσκασε» από τις αναρίθμητες προσλήψεις των ημετέρων, η νέα γενιά αναγκάστηκε να αναζητήσει νέους αυτόνομους επαγγελματικούς δρόμους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η επιχειρηματικότητα ενισχύθηκε, ο ιδιωτικός τομέας μεγάλωσε και πάνω από όλα αλλάζει η νοοτροπία των ανθρώπων που δεν βλέπουν πια το κράτος ως τον μεγάλο κηδεμόνα των Ελλήνων.
Η Κυβέρνηση φαίνεται πως το έχει συνειδητοποιήσει αυτό και με την πολιτική της στους περισσότερους τομείς χτίζει ένα πειστικό αφήγημα για το πώς πρέπει να είναι το μέλλον του τόπου. Η συστηματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Κράτους και των Θεσμών σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εγχώριας και ξένης ιδιωτικής πρωτοβουλίας δημιουργεί αισιοδοξία παρά την πανδημία και θέτει τις βάσεις για ουσιαστική και βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο Ορέστης Ομράν είναι Δικηγόρος, Εταίρος, Επικεφαλής EU-Greek Practice DLA Piper